- ἁραιήν
- ἀραιήν , ἀραιόςthinfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραιήν — ἀραιός thin fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίην — ἀραί̱ην , ἀραῖος prayed to fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] … Dictionary of Greek